- ἐτόλμα
- ἐτόλμᾱ , τολμάωBodl. Quarterly Recordimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐτόλμαν — ἐτόλμᾱν , τολμάω Bodl. Quarterly Record imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐτόλμᾱν , τολμάω Bodl. Quarterly Record imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτόλμας — ἐτόλμᾱς , τολμάω Bodl. Quarterly Record imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτόλμασαν — ἐτόλμᾱσαν , τολμάω Bodl. Quarterly Record aor ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papyrus 122 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 122 Name … Deutsch Wikipedia
μεταπορεύομαι — (ΑΜ) [πορεύομαι] μεταβάλλω, αλλάζω αρχ. 1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις 2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ 3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.) 3.… … Dictionary of Greek
τολμώ — τολμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α [τόλμη] 1. παίρνω το θάρρος να πράξω κάτι (α. «τόλμησε να τού εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῑν», Αισχύλ.) 2. επιχειρώ κάτι το ριψοκίνδυνο, αψηφώ τον κίνδυνο, αποτολμώ 3. απόλ. έχω θάρρος, είμαι τολμηρός … Dictionary of Greek